λερναία

λερναία
Αρχαιοελληνική μυστηριακή γιορτή, την οποία τελούσαν στη Λέρνα (βλ. λ.) προς τιμήν της Δήμητρας και του Διόνυσου. Σύμφωνα με τον Παυσανία, στη περιοχή αυτή, κοντά στον Ερασίνο ποταμό, υπήρχε λίθινος περίβολος από τον οποίο πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, η κατάβαση του Πλούτωνα στο βασίλειό του, τον Άδη, όταν απήγαγε την Περσεφόνη. Περίπου από την ίδια περιοχή λέγεται ότι κατέβηκε στον Άδη και ο Διόνυσος για να φέρει επάνω τη μητέρα του Σεμέλη. Την είσοδο πληροφορήθηκε από κάποιον κάτοικο της περιοχής ονομαζόμενο Πρόσυμνο, ο οποίος δέχτηκε, με τον όρο να γίνει εραστής του Διονύσου. Επειδή όμως ο θεός δεν τον βρήκε ζωντανό όταν επέστρεψε στην επιφάνεια, φρόντισε να κατασκευάσει φαλλικά σύμβολα για να αναπαραστήσει την ερωτική συνεύρεση. Σύμφωνα με τον Παυσανία, κατά τη νυχτερινή γιορτή των Λ., οι Αργείοι έφερναν τη φωτιά από την ιερή τοποθεσία της Άρτεμης Πυρωνείας, η οποία βρισκόταν στο αρκαδικό όρος Κράθις. Κατά τον Πλούταρχο, οι Αργείοι καλούσαν τον Διόνυσο, τον οποίο ονόμαζαν βουγενή, με σάλπιγγες και έριχναν στα νερά ένα αρνί για τον θυροφύλακα του Άδη. Κατά μία άλλη εκδοχή, την οποία απέρριψε ο Αρριφών, τα Λ. καθιερώθηκαν από τον μυθολογικό Φιλάμμωνα, μουσικό και οργανωτή μυστηριακών τελετών. Ο Σουηδός αρχαιολόγος Νίλσον (1874-1967) αναφέρει ότι τα Λ. είχαν στο επίκεντρό τους τον Διόνυσο και τη Δήμητρα Πρόσυμνα, δηλαδή δύο θεότητες της βλάστησης. Η λατρεία του Διονύσου είχε φαλλικό χαρακτήρα και αποσκοπούσε στην ευφορία των δέντρων, της βλάστησης, των κοπαδιών αλλά και των ανθρώπων. Όπως φαίνεται και από επιγραφές που βρέθηκαν, η τελετή της μύησης στη Λέρνα γινόταν και για τους δύο θεούς. Στους κατοπινούς χρόνους, τα Λ. εμπλουτίστηκαν με στοιχεία της ελευσίνιας λατρείας, από τα οποία το χαρακτηριστικότερο είναι η εμφάνιση της Κόρης δίπλα στη Δήμητρα.
* * *
η
ζωολ. βλ. Λερναίος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λερναία — Λερναί̱ᾱ , Λέρνα fem nom/voc/acc dual Λερναί̱ᾱ , Λέρνα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Λερναίᾱ , Λερναῖος fem nom/voc/acc dual Λερναίᾱ , Λερναῖος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λερναία — Αρχαιοελληνική μυστηριακή γιορτή, την οποία τελούσαν στη Λέρνα (βλ. λ.) προς τιμήν της Δήμητρας και του Διόνυσου. Σύμφωνα με τον Παυσανία, στη περιοχή αυτή, κοντά στον Ερασίνο ποταμό, υπήρχε λίθινος περίβολος από τον οποίο πραγματοποιήθηκε,… …   Dictionary of Greek

  • Λερναίᾳ — Λερναί̱ᾱͅ , Λέρνα fem dat sg (attic doric aeolic) Λερναίᾱͅ , Λερναῖος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λερναία Ύδρα — Μυθολογικό τέρας. Βλ. λ. Λέρνα ή Λέρνη (Μυθολογία). «Ο Ηρακλής και η Λερναία Ύδρα», άγαλμα από ελεφαντόδοντο του 17ου αι. (Museo degli Argenti, Φλωρεντία) …   Dictionary of Greek

  • Λερναῖα — Λέρνα neut nom/voc/acc pl Λέρνα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λερναίος — α, ο (AM Λερναῑος, αία, ον, Α θηλ. και ος) [Λέρνα] 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τη Λέρνα 2. φρ. «Λερναία ύδρα» μυθικό τέρας με εννιά κεφάλια που ζούσε στα έλη τής Λέρνας και το οποίο εξοντώθηκε από τον Ηρακλή νεοελλ. 1. (το θηλ. ως… …   Dictionary of Greek

  • ύδρα — Γένος κοιλεντερόζωων υδρόζωων, της οικογένειας των Υδριδών. Αριθμεί δεκαπέντε περίπου είδη, που ζουν στα γλυκά νερά. Η ύ. έχει τη μορφή μικρού κυλινδρικού ασκού, στην κορυφή του οποίου υπάρχει το στόμα, που περιβάλλεται από αριθμό μακρών και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Λέρνα ή Λέρνη — Αρχαία παραθαλάσσια τοποθεσία της Αργολίδας, περίπου 7 χλμ. Ν του Άργους, στη θέση του σημερινού οικισμού Μύλοι, στις ανατολικές υπώρειες του όρους Ποντίνου. Ήταν φημισμένη στην αρχαιότητα για τα άφθονα νερά της, τα οποία τροφοδοτούν την αργολική …   Dictionary of Greek

  • οφιολατρεία — Η λατρεία των φιδιών αλλά και, γενικότερα, των ερπετών. Το φίδι στη συνείδηση των πρωτόγονων ήταν το πιο μυστηριώδες ζώο. Με την ευκινησία του, παρά το γεγονός ότι δεν είχε πόδια, τους χρωματισμούς του, τα λαμπερά μάτια του και την ικανότητα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”